διπλωτικός

διπλωτικός
-ή, -ό
αυτός που μπορεί να διπλώνει: Στα εργοστάσια χρησιμοποιούν διπλωτικές μηχανές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διπλωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο δίπλωμα, ο κατάλληλος για δίπλωση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διπλωτικά η αμοιβή για διπλωτική εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”